- γαστρονομικός
- η , ό[ν]1) гастрономический; 2) кулинарный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαστρονομικός — ή, ό ο σχετικός με τη γαστρονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστρονομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γαστρονομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη γαστρονομία: Γαστρονομικές απολαύσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)